Αιολος

Αιολος
    Αἴολος
    

(Hom. тж. Αἴωλος) ὅ Эол

    1) сын Гиппота, страж ветров Hom.
    2) сын Геллена, царь Магнесии, отец Сизифа, Ксута и др., миф. родоначальник эолийцев Hes., Pind., Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Αιολος" в других словарях:

  • αἰόλος — quick moving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴολος — quick moving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • Αίολος — ο όνομα του θεού των ανέμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰολώτερον — αἰόλος quick moving adverbial comp αἰόλος quick moving masc acc comp sg αἰόλος quick moving neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰόλα — αἰόλος quick moving neut nom/voc/acc pl αἰόλᾱ , αἰόλος quick moving fem nom/voc/acc dual αἰόλᾱ , αἰόλος quick moving fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эол — (Αΐολος, лат. Aeolus): 1) сын Эллина и нимфы Орсеиды, дядя Девкалиона, брат Дора и Ксута, родоначальник эолийского племени, царствовавший в фессалийской Магнезии; 2) по Гомеровской Одиссее (см.), сын Гиппота, властитель острова Эолии (см.) и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • αἰόλαι — αἰόλος quick moving fem nom/voc pl αἰόλᾱͅ , αἰόλος quick moving fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰόλον — αἰόλος quick moving masc acc sg αἰόλος quick moving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰόλων — αἰόλος quick moving fem gen pl αἰόλος quick moving masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰόλως — αἰόλος quick moving adverbial αἰόλος quick moving masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»